- αλίδουπος
- ἁλίδουπος, -ον και ἁλίγδουπος (Α)1. (για τον Ποσειδώνα) αυτός που ηχεί στη θάλασσα2. (για τη θάλασσα) πολυθόρυβος, βροντερός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι-* (< ἅλς) + δοῦπος «βαρύς, υπόκωφος ήχος» — ο τ. ἁλίγδουπος εκφραστικός σχηματισμός].
Dictionary of Greek. 2013.